- τσαπράζι
- και τζαπράσι, το, Ν1. είδος μαχαιριού2. στον πληθ. τα τσαπράζια και τζαπράζιαα) ασημένια ή επίχρυσα στολίδια που φοριούνται σταυρωτά στο στήθος, συνήθως στις παραδοσιακές φορεσιές τής ηπειρωτικής Ελλάδαςβ) (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) σταυρωτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capraz].
Dictionary of Greek. 2013.